- ἀμειπτική
- ἀμειπτικόςoffem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμειπτικός — ἀμειπτικός, ή, όν (AM) μσν. αυτός που ανταμείβει, που ανταποδίδει αρχ. ο σχετικός με την ανταλλαγή, ειδικά νομισμάτων «ἀμειπτικὴ τράπεζα», το τραπέζι τού αργυραμοιβού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμείβω + παραγ. κατάλ. τικός] … Dictionary of Greek